top of page

ΕΝΑ ΣΠΙΤΑΚΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

  

Κάποιες άλλες νύχτες, σε κάποιες άλλες ακτές

το φεγγάρι πολύχρωμο·

- άραγε θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;

Κατασκηνώσαμε για χρόνια μέσα στη θλίψη

και συνηθίσαμε

μόνο κάπου κάπου θυμόμαστε την εποχή

που είχαμε κι εμείς

ένα λουλούδι

μια αγάπη

κι ένα σπιτάκι στο κέντρο του σύμπαντος.

 

(Νίκαια, 1987)

ΤΟ ΣΙΩΠΗΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΣΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ

Οἱ ἄνθρωποι τήν νόμιζαν τρελλή. Γυρνούσε πάντοτε παρέα μ’ ἓνα μικρό ξανθό ἀγοράκι καί μιλούσαν καί γελούσαν καί δείχνανε εὐτυχισμένοι. Γιατί ἐκείνη εἲχε ἓναν οὐρανό στήν καρδιά καί τό παιδάκι τόν ἥλιο. Ἒτρωγαν στά πιό ἀκριβά ἐστιατόρια, παρακολουθούσαν διαλέξεις, συνελεύσεις βουλευτικών σωμάτων καί δικαστικούς ἀγώνες, χάζευαν μέ τίς ὤρες τά διάφορα προϊόντα στά μεγάλα σούπερ μάρκετς καί ἀποκοιμόνταν ἀγκαλιά σέ κάποιο ἀλσύλλιο ἥ σέ κάποια παραλία. Ἡ καλύτερή τους ὅμως μέρα ἧταν ἡ Καθαρά Δευτέρα, ὅταν ἀρπάζονταν ἀπό τίς οὐρές τῶν χαρταετών καί πετοῡσαν. Ἒτσι ἒφυγαν ἐκείνο τό πρωΐ, καβάλα σ’ ἕναν πολύχρωμο χαρταετό. Σύμφωνα μέ τίς ἐκμυστηρεύσεις ἐνός φίλου ἐπεξηγητή Ὀνείρων, τελευταίως ἐμφανίζονται στά ὄνειρα μικρών παιδιών καί μιλούν καί γελούν καί δείχνουν εὐτυχισμένοι.

 

(Δευτέρα 27 Ιουνίου 1988)

ΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΠΑΛΙ

 

Τότε ἧταν πάλι πού ἓπρεπε νά σοῦ τό πῶ, ἀλλά ἐγώ σφάλισα τά χεῖλη μου καί σέ ἂφησα νά φῦγεις καί ἓμεινα μόνος νά κοιτῶ τά φωτάκια ἀπό τό λούνα πάρκ ἀπέναντι ν’ ἀναβοσβήνουν.

Τό ἲδιο βράδυ, μ’ ἓνα μπουκάλι Μαυροδάφνη καί μπόλικα τσιγάρα, περιπλανήθηκα στούς ἂδειους δρόμους, ὀργανώνοντας τήν ἐπόμενη συνάντησή μας. Ἐνῶ στήν πιό πάνω γωνία, μία παρέα νεαρῶν χαιρέτιζε τόν ἐρχομό τῶν Χριστουγέννων. Τήν νύχτα τῆς 21ης πρός 22η τοῦ Δεκέμβρη τοῦ 1986, στόν Πειραιά.

 

(‘Καφέ Ματζέστικ’, Παραλία Θεσσαλονίκης, 1989)

ΑΓΝΟΙΑ

  

Σού εἲπα:

δέν εἶναι γιά μάς

τά μακρυνά ταξίδια πάνω ἀπ’ τόν ὠκεανό·

κέρινα τά φτερά μας καί θά λιώσουν.

Καί τότε ἐσύ

ἒγειρες τό γυμνό κορμί σου πάνω στό δικό μου

καί μοὒδωσες γλυκιά ἀπόδειξη τῆς ἄγνοιάς μου.

 

(Δευτέρα 28 Φλεβάρη 1988, Δ’ ΕΑΝ, Καρωτή Ἒβρου)

ΚΑΠΟΙΑ ΑΠ’ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ

 

Κάποια απ’ αυτές τις νύχτες θα φύγω μακριά

Μονάχος

και θέλω

δέκα χιλιάδες μικρά παιδάκια να μου κουνάνε πορφυρά μαντήλια

τραγουδώντας «Σ’ αγαπάω» ή «Σ’ ἀγαπὣ»

καθώς άδεια μπουκάλια μπύρας και μαυροδάφνης

θα πέφτουν για πολλή ώρα απ’ τον ουρανό.

Το φεγγάρι θα κατρακυλήσει από τον εγκέφαλο στα γεννητικά μου όργανα

και τανάπαλιν

με τη μουσική να γεμίζει τα κενά διαστήματα.

Λοιπόν έφυγα, έτσι;      Αντίο;

 

(Νίκαια, 1986)

μία ημέρα στην εποχή των μεγάλων παγετώνων…

 

                                                                                                της Ελένης

  

Ήρθε την εποχή των μεγάλων παγετώνων

και τα χέρια μου

ήτανε τόσο απασχολημένα

να ζεσταθούν μέσα στις τσέπες του παλτού μου

που δεν πρόλαβα να την κρατήσω.

Έτσι έφυγε.

 

Γι’ αυτό μισώ τόσο πολύ τον χειμώνα…

(Νίκαια, 1988)

τήν νύχτα πού εἲδα γιά τελευταία φορά τή μορφή της

 

                                                                                              τῆς ἐλένης

 

ἰούλιος μῆνας μά παγωμένη ἡ νύχτα ἀνάμεσά μας

τό βράδυ πού εἲδα γιά τελευταία φορά τό πρόσωπό της

στήν στάση νά περιμένουμε χωριστά λεωφορεία.

ἣταν καί τό φεγγάρι σβησμένο

ἀσσορτί μέ τά ὄνειρά μου.

 

(νίκαια, σαββάτο 23 τοῦ ἰούλη τοῦ 1988)

ΤΟ ΠΑΛΤΟ

  

Εκείνες τις νύχτες,

εκείνες τις παγωμένες νύχτες που δεν θα ξεχάσω ποτέ,

εκείνες τις ζεστές νύχτες του Γενάρη,

κορμάκια δύο

σε ένα παλτό.

 

(ΚΕΤΘ, Αυλώνα, Νοέμβρης 1987)

ΑΝΑΜΟΝΗ

 

 ...

 

 

(Νίκαια, Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 1986)

ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

  

Παράξενες νύχτες

μοιρασμένες με παράξενες γυναίκες

νοσταλγώντας κάτι που δεν είχα ποτέ.

Ψιθυρίζω την Άνοιξη

σε πλαστικά αυτιά

κι αυτή η μελωδία μου τρυπάει το μυαλό.

 

Δεν θα σε ξαναγαπήσω

θα κρυφτώ μέσα στον θάνατο

και θα τρέχω γύρω – γύρω

στον αιώνιο φαύλο κύκλο της ζωής μου.

 

(Νίκαια, 1988)

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ

 

Χορεύοντας μέσα σε άδεια δωμάτια

νοσταλγώντας τον θάνατο

 

Τότε ζούσαμε

 

Προσπαθώ να πετάξω

και βυθίζομαι

πνίγομαι στο αίμα μου

και ονειρεύομαι

ψάχνοντας να σε βρω

 

Τις νύχτες αόρατα πινέλα

βάφουν τη θλίψη μου μώβ

 

Χορεύοντας μέσα σε σκοτεινά δωμάτια

μπροστά σε ένα ευνούχο κοινό

 

Θα μπορούσε να είναι και καλύτερα

 

(Νίκαια, 1988)

ΣΧΕΣΗ ΠΑΝΙΚΟΥ

 

Κλείνω τα μάτια μπροστά στο φως

φοβάμαι το αύριο

ένα ποτήρι με κονιάκ, ένα τσιγάρο

κι ύστερα θυμάμαι

πόσο αγάπησα τον πόνο σου

και επιστρέφω σε μια σχέση πανικού.

 

Αφομοιώνω το κενό μέσα στα μάτια σου

τη μικρή σχιζοειδή μας ιστορία

υπομένω σιωπηρά τα χτυποκάρδια σου

και με τυλίγει μια τεράστια αγωνία.

 

Η νύχτα πέφτει παγωμένη

κι εγώ δίπλα σου

κατεβαίνω τις κραυγές σου ως το τέλος

σε νανουρίζω

μα έχω την αίσθηση πως είμαι μόνος

όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν 

όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν.

 

(Νίκαια, 1989)

ΣΤΟ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

  

Όταν θα ξανάρθει το θλιμμένο κορίτσι

θάχει τη μορφή σαύρας

και θα πλέκει βραχιολάκια τα όνειρά του

 

Η σιωπή χύθηκε στα αχνάρια μας

φωνάζοντας «Ελπίδα!»

μέχρι που συνειδητοποίησα

τα αφιερωμένα στον βωμό του ιερού τέρατος

πράσσινα γαρύφαλλα

 

Όταν θα ξανάρθει το θλιμμένο κορίτσι

δεν θα είμαι πια εκεί

θα βρίσκομαι στην κιβωτό μου

και θα γράφω ποιήματα για φαντάσματα

 

(Νίκαια, Παρασκευή – Σαββάτο 22, 23 Αυγούστου 1986)

ΕΦΥΓΕΣ

  

Ε

 

Έφυγες

Δίχως σκέψεις

Δίχως όνειρα

Στα λόγια σου πήρες την σιωπή

Στη θάλασσά σου ένα μικρό καΐκι

Έτσι απλά μόνο

Έφυγες

 

Ι

 

Οραματίστηκα ένα ταξίδι

Χωρίς αρχή

Χωρίς μέση

Χωρίς τέλος

Όμως έφυγες

 

Ρ

 

Χάθηκε η αφή, η επικοινωνία, η συναισθησία

Τα παιδικά όνειρά μας

πεταμένα στα σκουπίδια αστικών οικογενειών

Τα νεανικά ουρλιαχτά μας

στα χέρια σκυθρωπών ανθρώπων

Η ζωή κατρακυλάει τα σκαλοπάτια της εγρήγορσης

 

Η

 

Νοστάλγησα κάθε φορά που έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο

για να σε συναντήσω

Αλήθεια

εκείνη τη φίλη μας την βλέπεις ακόμα;

 

Ν

 

Μπροστά σου χαμηλώνω τα μάτια

Στα χέρια μου δάκρυα της τελειωμένης μουσικής

Ένα γράμμα μια υπόσχεση ένας όρκος

Οι ώρες περνάνε στο τίποτα κοροϊδεύοντας τις ηλικίες μας

Το πεπρωμένο σκληρό

μουγκρίζει πάνω απ’ τ’ ανοιγμένα χέρια μας

Ο φύλακάς του γελάει

και τοποθετεί βότσαλα στη θέση της τροφής

 

 

Η

 

Έφυγες

Και τα πάρκα οι πλατείες οι παραλίες

σε ακολουθήσανε

Έμεινε μόνο μια φωτογραφία

κρεμασμένη ανάποδα στην είσοδο του τσίρκου

 

(Νίκαια, Αύγουστος 1986)

ΜΕΡΕΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΤΟΥ 1987

 

                                                               Στον Κωνσταντίνο Καβάφη

 

Δυο μάτια αγαπημένα

ένα όνομα

το απαλό περίγραμμα των δακτύλων –

γι’ αυτά η ψυχή βασανίζεται

αυτά ζητάει

σαν κάποιο παγωμένο Κυριακόβραδο

μια σκέψη ξαφνική της τα θυμίζει.

 

(Νίκαια, 1987)

ΘΟΥΚΙΔΙΔΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

 

                                                                  Στον Κωνσταντίνο Καβάφη

 

Σαν το πρώτο έτος του πολέμου τελείωσε

και τους νεκρούς μαζέψαν στην Αθήνα

τάφο να φτιάξουνε γι’ αυτούς τρανό

στο όμορφο προάστειο του Κεραμεικού,

στην τελετή -καθώς ορίζει το έθιμο-

ρήτορες επιδέξιοι  παίνεψαν την ανδρεία τους

και την αυτοθυσία τους για χάρη της πατρίδος.

Τελευταίος ο Περικλής έλαβε τον λόγο

και, εκμεταλευόμενος την ευκαιρία,

της πόλης εξήρε το μεγαλείο

και μίλησε για ελευθερία, για δημοκρατία,

για ισότητα, ισονομία, δικαιοσύνη.

Και το πλήθος

(άλλωστε άνδρες ελεύθεροι πολίτες δεν ήσαν κι αυτοί;)

θαμπώθηκε από τα όμορφα λόγια,

καμάρωσε,

και μακάρισε τον εαυτό του

που τυγχάνει μέλος μιάς τέτοιας τέλειας κοινωνίας.

Γιατί, βέβαια,

δεν λογάριασε τους αναρίθμητους δούλους

που ζώντας στην σκοτεινή πλευρά του Χρυσού Αιώνος,

εκείνοι τον δημιούργησαν

χωρίς τίποτα να χαρούν απ’ αυτόν

ούτε κάν των γενναίων ανδρών μία νίκη

ή τα κούφια λόγια των λαοπλάνων.

 

(«ΞΕΝΙΑ» Τσαγκαράδας, Πήλιο, 30 Ιουνίου 1987)

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΧΑΚΙ

 

 Τά ὂνειρά μου εἶναι χρώματος χακί.

Χρησιμοποιοῦνται ἀπό χλωμές μαριονέτες,

ἀναλίσκονται σέ «ἐπ’ ὣμου» καί «παρουσιάστε»,

φυλακίζονται σέ ὁμοιόμορφες στολές,

παρακρατούνται μέσα σέ θαλάμους στρατοπέδων,

καταστέλονται σέ ἐξόδους στά γκέτο τῆς Γκατζολίας,

ποδοπατούνται ἀπό χοντρές ἀρβύλες,

συνθλίβονται κάτω ἀπό βαριές ἐρπύστριες ἀρμάτων,

γκρεμίζονται «ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος».

Μόνο κάποιες νύχτες μέ φεγγάρι

ἀναπνέουν ἐλεύθερα

καί ξεδιπλώνονται

ὂνειρα πράσσινα, ρόζ, γαλάζια, λευκά...

 

(Ἀναρρωτήριο Δ’ ΕΑΝ, Καρωτή Ἒβρου, Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 1989)

17 ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

1.

 

Κάπως έτσι πρέπει να είναι και ο θάνατος. Μυτερά αχλάδια ροκανίζουν τις αισθήσεις μας κι έπειτα χάνονται μέσα στα κύμματα της θάλασσας. Ίσως γιατί δεν έχουμε ακόμα δυνάμεις ή ίσως επειδή έχουμε ακόμα μεγάλα αποθέματα δύναμης. Πάντως αργά ή γρήγορα ο ήλιος θα βασιλεύσει, ζωντανός, σαν ήλιος – αρπακτικό. Με ένα μεγάλου μεγέθους φάντασμα να στριφογυρίζει γύρω του. Τελικά θα τα καταφέρουμε; Θα νοιώσουμε το μέγεθος της καταστροφής; Η Σταχτοπούτα θα επιστρέψει; Κατηγορούμε χωρίς να ξέρουμε και χωρίς ο κτηνίατρος να ενοχλήσει τις μεμβράνες της ζωής μας. Αδυνατούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει «κάστανο» και γιατί τιμωρήθηκε ο Προμηθέας από τους Θεούς. Μερικές φορές κιόλας ονειρευόμαστε ένα ηλιοκαμένο μήλο, μία στίλβουσα σφουγγαρίστρα κι έναν οδοκαθαριστή απείρου κάλλους. Σκεφτόμαστε ότι θα ήταν όμορφα αν μπορούσαμε να ζωγραφίζουμε τις νότες, να ακούμε μία μυρωδιά, να μυρίζουμε ένα χρώμα, να βλέπουμε μία κραυγή. Θα ήταν όμορφα να μπορούσαμε να φυτέψουμε μία μπαταρία εκεί όπου οι πυροσβέστες κατουρούν. Πάντα, όμως, θα είμαστε δέσμιοι των εγωισμών μας και των αναγκών μας. Και να που μέσα από τις φλόγες ξεπροβάλλει ο Δημήτριος Χένδριξ, μέσα στην αγκαλιά της Παρθένας Νέγρας μητέρας Του.

 

(«ΔΗΜΗΤΡΑ», από Σύρο για Πειραιά, 22.7.90)

3.

 

Αστραπιαία εξαφανίστηκε το νήπιο

σμήνη από αγριοπούλια

καφετιές ένθερμες αντηχήσεις

στο πλαγιαστό όνειρο του θεριστή.

Αναμφίβολα χρειάστηκαν αιώνες,

επίπονες σκιές, καλοκουρεμένα μαγειρικά σκεύη,

παρατεταμένες ιαχές εν εγρηγόρσει.

Κι ύστερα ο φαντάρος

ζωγράφησε μία πελώρια αρκούδα

κι ένα βαθύ, σταχύ ανεμοστρόβιλο.

Δίχως υποχρέωση,

δίχως οίκτο

καθώς διάφορες αφηρημένες εικόνες

περιπολούσαν στη σκιά του βράχου.

Καταστροφική λαίλαπα.

Ουράνιο τόξο.

Μηρυκάζοντας και ψάχνοντας για ίχνος ζωής.

Στο δρόμο

διαπρεπείς ιπποπόταμοι σχεδίαζαν το μέγιστο όραμα,

οδοντογλυφίδες και παστουρμάδες,

όνειρα και ψέμματα

διατί σε αγαπάω.

Διατί σε αγαπάω, λοιπόν,

θ’ αφηνιάσω και θα χλωμιάσω,

θα συσκεφθώ και θα σ’ αφήσω

ν’ ανεμοδέρνεις στον ύφαλο της κωλοτρυπίδας.

Πεπερασμένες συνειδήσεις,

αυτοκαταστροφικά βότσαλα

κι ένα φεγγάρι πιο πράσσινο κι απ’ την Πενικιλλίνη.

Κρύσταλλα, αφυδατωμένες υδρόσφαιρες,

περικοκλάδες, απωθήσεις, σωσίβια,

κολυμπήθρες, τροχαλίες, σαματάς,

σημαίες, φαράσια, ουτοπία,

ο κρεμασμένος, ο κρεμασμένος, ο κρεμασμένος…

 

(Νίκαια, Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 1992)

4.

 

Τετραγωνισμένα ιδεατά αρχαιογράμματα

τουλούμπες σε δορυφορική τροχιά

αναίμακτη επέλαση πελεκάνων

οσφραίνομαι το βάθος των πραγμάτων

αδυνατώ να κατανοήσω την ουσία

ερωτεύομαι χωρίς μέτρα και σταθμά

χωρίς αξιολόγηση και ενύπνιος.

Χρησιμοποιημένες αμφεταμίνες, χαμηλοί τόνοι

θόρυβος στο μυαλό.

Θα ήθελα νάσουνα τώρα εδώ.

Χειμώνας κι ο αέρας λυσομανάει

είμαι μόνος.

Αμφετερίζων.

Ορίζων.

Ρίζων.

Ζων.

Ζω.

Μπερδεμένος κι αφημένος

εν είδει αναμονής.

Λογαριάζοντας πάντα χωρίς τον ξενοδόχο.

Αφήνομαι κι ενδίδω.

Κάποια φορά, όμως, τα πράγματα θα είναι

αλλιώς.

Θα φυσήξω και θα σφυρίξω,

θα γυρίσω και θα φύγω,

θ’ αρρωστήσω και θα πεθάνω,

δίχως οίκτο, απόγνωση, τρόμο, προσμονή.

Μόνος.

Σ’ έναν κόσμο αδιόρατα δεμένο με τη φρίκη.

 

(Νίκαια, 1992)

5.

 

Η περηφάνεια αφέθηκε

στις υποτακτικές κινήσεις της νύχτας.

Οίστρος βαρύς κι ανώφελος

προσομοίωσε αρνητικές καταστάσεις.

Δεν είναι πάντα λύση ο πανικός

ούτε οι λεπτές, βελούδινες κουρτίνες

χαρακτηρίζουν το αβέβαιο.

Η Οφηλία αναστέναξε,

το πυρ εξατμίστηκε

κι ο ταχυδρόμος επανέδρασε της Φύσης.

Τα γυαλιστερά ευτράπελα

και οι κοπέλες με την μακριά κόμη

ουδέποτε αγάπησαν την φρίκη.

Πάντα συνδεδεμένοι ήσαν

δίχως να γνωρίζουν

ότι το μέταλο εφάπτεται του απολύτου.

Θεώρησα σωστό μεταγενέστερα

ν’ αφομοιώσω τη συνήθεια του πετάγματος

και να βρεθώ στην άβυσσο του αποτελέσματος.

Ο θυρωρός κι ο μπετατζής,

η κόρη που λατρεύει τα πέη

και ο θλιμμένος ουρακοτάγκος

είναι τα τρεία ανυπόστατα μέλη

της τραγικής πλεκτάνης.

Ζωοφόρος, λεωφόρος, κατήφορος.

Παρακρούσεις δυσοίωνων συμβουλών.

Τετελεσμένες περιουσιακές διακυμάνσεις

διαχωρίζουν το σωστό απ’ το λάθος.

Πληρώνω περαστικές εκτελέσεις

αντιπροσώπων Γιαπωνέζικων νυχοκοπτών.

Όμως δεν είναι πάντα σύμβολα επανάστασης

οι σιωπηλές αφουγκράσεις του φεγγαριού.

Του φεγγαριού ας πούμε τώρα το τραγούδι

που ένοχο κι επιπόλαιο υπηρετεί

ύψιστες ανάγκες, περιοδικές,

γεμάτες έμφαση και μίσος

όταν κι εμείς ακόμα δεν γνωρίζουμε

πως ό,τι πεθαίνει, ξαναγεννιέται

και ο τυφλός ποτέ δεν λησμονιέται

ούτε κι ο σκατζόχοιρος

που μες στο σπίτι μας έχει φυλάξει τα μικρά του.

Γιατί ποτέ, ακούτε, ποτέ

δεν άνοιξε η πόρτα της ουσίας

και δεν επέτρεψε η μοίρα

τον πόνο μας να πούμε,

να θησαυρίσουμε και να ευτυχήσουμε,

παιδιά μιάς άδοξης συνθήκης,

ευνούχοι άλλων εποχών

και σήμαντρα που χτυπούν οι πιστοί το Πάσχα.

 

(Νίκαια, 1992)

10.

 

Αυτό που έμεινε τελικά,

ένα τεντωμένο σχοινί,

μία σφαίρα χωρίς κάλυκα,

μία ανεπαίσθητη κραυγή.

Κι ο θάνατος.

Όμως θα πρέπει να διαχωρίσουμε εδώ

την ουσία απ’ το ψέμα

και τον εγωισμό απ’ την ανασφάλεια.

Γιατί

είναι αδιανόητο

να προσπαθούμε πάντα λάθος

και να διαιωνίζουμε το προδεδικασμένο.

Όπως επίσης είναι ανόητο

να σφυρηλατούμε τις απωθήσεις μας

με όπλο την ελπίδα.

Χρειάζεται υπομονή, το ‘χω ξαναπεί,

όρεξη για δουλειά και μαζοχισμός.

Ανδρεία, Μίσος και Χαζομάρα.

Αλλιώς δεν γίνεται.

Θα βάλουμε τρικλοποδιά στον αρουραίο

και τότε

ουαί κι αλλοίμονο!

Θα σφαδάξουμε απ’ τον πόνο

και θα προσελκύσουμε την ηδονή,

θα χασμουρηθούμε

και θα χάσουμε την ουσία.

Γι’ αυτό κι εγώ

πρέπει παγίδες να στήνω στον εαυτό μου,

να τον ξαφνιάζω και να τον αιφνιδιάζω,

να τον παραμυθιάζω και να τον εξωθώ

και ίσως έτσι βρω

το μαργαριτάρι της Πριγκίπισσας

και από πού κλάνουν οι βάτραχοι.

Ίσως επειδή δεν αρκεί

η στοιχειώδης επέκταση της αφής

ούτε η ζαχαρένια κόμη της Σοφής.

Δεν αρκεί το γέλιο, το κλάμα και η γέννα.

Κι ο εγγαστρίμυθος θα ξαναγελάσει

με το χάλι της εγωπάθειας.

Με τον εγωκεντρισμό, την αφέλεια,

την αηδία, το σούτ.

Πάντως αργά ή γρήγορα

η λύση θα δοθεί

και η αλήθεια θα λάμψει.

Θα είναι πράσσινη,

όπως το πύον,

και πηχτή

άσχημη στην όψη και την αφή,

δυνατή σαν χαμαιλέοντας

και ούρα κατεστραμμένων γελωτοποιών.

Ένα δάσος τροπικό

και μία σκοτεινή σπηλιά.

Ένα εξαπτέρυγο

που τις νύχτες της Κυριακής

θα συνθλίβεται

στις πέτρες της ανήκουστης πραγματικότητας.

 

(Νίκαια, 1:15 Ξημερώματα Πάσχα 1993, 18 Απριλίου)

14.

 

Λουλούδια πεταμένα στον αυλόγυρο

αστροναύτες και περιπολικά

ανήλικες πόρνες μοιρασμένα φύλλα

αντίδοτα σε θανατηφόρους ιούς

η ελπίδα

ρινόκεροι που αποκρούουν πέναλτυ

ιαχές μακρινές απολίτιστων

μηχανές να τρέχουν με χίλια

ουρανοί που ξεχύνουν λάβα

η ουσία της αναζήτησης

η πραγματική αγάπη ζωσμένη στις φλόγες

καλόγεροι και ξωτικά

τροβαδούροι με τραγούδια απελπισίας

τάρανδοι μπροστά σε κυλόττες

ορνιθοσκαλίσματα

τα νυχτερινά αδιέξοδα

μυστικές πίπιζες της ψυχής

ασφαλτωμένα πεζοδρόμια

πεζοί καπιταλιστές

τζίνια ουρακοτάγκοι σταφίδες

πίτσες διαστημικές

ουίσκυ σε ποτήρια σαμπάνιας

η απογοήτευσις

ξανθές λάγνες νοσοκόμες

ταραντούλες που γλύφουν όρνια

όρνια που γλύφουν συκώτια

συκώτια που καταβροχθίζονται από μήκυτες

μήκυτες που γίνονται βορά για ταραντούλες

ασπριδερά τεράστια βυζιά

σιδηρόδρομοι για πόλεις άγνωστες

σιωπή

ο θάνατος της Κατερίνας

και το τραγούδι που την συνοδεύει

τίτλοι τέλους ταινίας

τίτλοι αρχής ταινίας

χρηστά ήθη

πολιτικά σκατά

ουραγοί σικέ πρωταθλημάτων

φτυάρια σε ονειρικές τροχιές

χειροκροτήματα και χλευασμοί

οι προσπάθειες της πονεμένης κόρης

εγώ προσπαθώ να σωθώ

ευαγγέλια σκάφανδρα προλήψεις

ντουφεκιές απ’ τη μεριά του φεγγαριού

η αγάπη η αγάπη η αγάπη

τα μουντά βραδυνά του Χειμώνα

σαλπιγκτές πάνω στο δέντρο

αρνήσεις υποσχέσεις άγνοια

τουρισμός

παντελής έλλειψη οινοπνεύματος

χρυσάφι στο στήθος πιγκουίνων

έλευσις και παρέλευσις

παρέλευσις και έλευσις

ο Ιησούς

τα τζάμια τρίζουν ο αέρας φυσά

όνειρα μικρών παιδιών

στρόφιγγες ξεχύνουν αίμα

η ανάσα γίνεται βαριά

το τηλέφωνο χτυπάει

βρωμάει φριχτά

χρειάζομαι βοήθεια

αναλισκώμενα βαρβιτουρικά

τάβλι για να περνάει η ώρα

ουγγιές σιδήρου

το καλοκαίρι σχεδόν έφυγε

φίδια μαίανδροι τροφή δαχτυλίδι

τροφή

προσφορά έτοιμων φαγητών

αλληλουχία συμπτώσεων

θράκα για το κυνήγι

η πάροδος της οδού του δρόμου

τελευταίες νίκες

γυμνοσάλιαγκες έρπονται

πάνω στο πρόσωπό μου

χτυπάνε την αγάπη μου

την καταρρακώνουν

οφείλουν την ύπαρξή τους

στο ψέμα

μού θυμίζουν

τι μού θυμίζουν;

Άραγε

θα ξαναζήσουμε ποτέ;

 

(Νίκαια, 1993)

15. 15 ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΧΑΪ – ΚΟΥ

 

 

Ι

 

«Αντίο», είπα

μα δεν έφυγα

«Γύρισα», είπες

μα δεν ήρθες

 

ΙΙ

 

Το υπερωκεάνιο

το υποβρύχιο

Σε λησμόνησα

Ήρθα!

 

ΙΙΙ

 

Ένα ξύλο

κι ο δρυοκολάπτης

Εσύ

κι εγώ

 

IV

 

Να το κοχύλι

η αποστροφή

το κορίτσι εξαφανίστηκε

Είμαι ελεύθερος!

 

V

 

«Ανασφάλεια», είπε ο ουρακοτάγκος

«Επιστροφή», είπα εγώ

πόσο ακριβά πληρώνουμε

την κακομοιριά μας

 

VI

 

Θυμάμαι τον σκαντζόχοιρο,

τις γελαστές αγελάδες, τον άγγελο,

τ’ ατίθασα άτια.

Πόσα θυμάμαι!

 

VII

 

Τελικά

τα πάντα ρει.

Ευκαιρία για χορό

η μιζέρια μας

 

VIII

 

Το βουνό γελάει

γελάει το βουνό

ξαφνικά

σε θυμάμαι

 

IX

 

Αντικρίζω ερείπια

από πάνω το κοράκι κράζει

εντυπώσεις

κακίες

 

Χ

 

Αυτό ήταν

Αυτό δεν ήταν

Αυτό ήταν και δεν ήταν

Τι ήταν;

 

ΧΙ

 

Η αλήθεια

διαμάντι από φως

Τσούζουν τα μάτια μου

Φοβάμαι

 

ΧΙΙ

 

Απόψε

σ’ ονειρεύτηκα

δέκα χρόνια μετά

κι ακόμη σε θυμάμαι

 

ΧΙΙΙ

 

Χρειάστηκε να θυσιαστώ

για ν’ αποδείξω τ’ αυταπόδεικτο

Όταν αργά ξυπνάει η νύχτα

και τα μαυροπούλια αυτοκτονούν

 

XIV

 

Μία εντύπωση κακιά

ένα λάθος όνειρο

μία κουκουβάγια τυφλή

ένα πρόβατο – λύκος

 

XV

 

Ατέρμονες αποδεικνύονται οι ελπίδες

κι ας γρήγορα πεθαίνουν

σε κάποια μακρινή παραλία

ένας ετοιμοθάνατος.

 

(Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV  Νίκαια, 15 – 19 Απριλίου 1993

V, VI   προς Σαντορίνη, 20 Απριλίου 1993

VII, VIII, IX, X, XI Σαντορίνη, 21 – 24 Απριλίου 1993

XII, XIII, XIV, XV Νίκαια, 21 Μαΐου 1993)

16.

 

Τα μυστηριώδη έντερα εμφανίστηκαν πάλι

αφήνοντας μία δυσοίωνη μυρωδιά

κι έναν αειθαλή, έντεχνο πόρδο.

Ο καβαλάρης λογάριασε τα δεδομένα

χρησιμοποιώντας

όχι μόνο τις χρυσές βέργες του

αλλά κι έναν ολοκαίνουργιο λαμπτήρα θερμάνσεως.

Τράβηξα τις κουρτίνες.

Δεν μπορούσα να βλέπω άλλο.

Γύρισα στο δωμάτιό μου.

Έβαλα μία βότκα στο ποτήρι

κι αφουγκράστηκα το περιεχόμενο.

Ήπια μια γουλιά και…

 

Η τηλεόραση έκλεισε απ’ το τηλεκοντρόλ.

Σηκώθηκε απ’ τον καναπέ

ενώ πουλιά πετούσαν

μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο

σε σχηματισμούς ραδιοφώνων.

Αναρωτήθηκε…

 

Ο θεατής έφυγε από την αίθουσα του κινηματογράφου.

Βγήκε στους βρεγμένους δρόμους

και προχώρησε.

Από το παράθυρό μου

τον είδα να καβαλάει

και να πλησιάζει τα μυστηριώδη έντερα.

 

(«ΦΑΙΔΡΑ» 5 Ιουλίου 1993, 13:36 Ancona – Πάτρα)

Ανάγνωση - Ποιημάτων
00:00 / 00:00
bottom of page